Ας ταξιδέψουμε νοερά στο παρελθόν να δούμε πως οι Έλληνες του Πόντου γιόρταζαν τα Χριστούγεννα την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα.Πλούσια σε Έθιμα και Παραδόσεις κάθε γωνιά του Πόντου. Ο χειμώνας στον Πόντο ήταν πολύ βαρύς οπότε σταματούσαν τις εξωτερικές δουλειές μόλις έφταναν οι γιορτές. Την εποχή εκείνη επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι. Τα βράδια τα περνούσαν στα σπίτια κάνοντας μουχαμπέτια που στον Πόντο ήταν γνωστά ως παρακάθια.
Mέσα στο Δωδεκαήμερο των γιορτών δεν έλειπε απο κανένα σπίτι το Χριστοκούρ ήταν το κούτσουρο που άναβε σε κάθε σπίτι στο τζάκι την Παραμονή των Χριστουγέννων και από την στάχτη του τοποθετούσαν άλλα κούτσουρα φροντίζοντας έτσι να μήν σβήσει.Το κούτσουρο έπρεπε να παραμένει όρθιο ωσότου σβήσει μιά και ήταν το γούρι για μια καλή χρονιά.Σε κάποιες περιοχές του Πόντου συνήθιζαν να καίνε κλαδί αχλαδιάς η μηλιάς ανάλογα με τα καρποφόρα δέντρο της Περιοχής.Απο κανένα σπίτι δεν έλειπε και το τραπέζι της Παναγίας,η νοικοκυρά του σπιτιού φρόντιζε να στολίζει ένα τραπέζι με καλούδια δίπλα στο εορταστικό τιμώντας έτσι την Μεγαλόχαρη για αυτά που τους προσφέρει.Τά χριστουγεννιάτικα κάλαντα με την συνοδεία πάντα της λύρας υμνούν την ζωή του Θεανθρώπου σε αντίθεση με τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στην περιοχή της Γαράσαρης που οι στίχοι ήταν αφιερωμένοι στην Κατοχική Κωνσταντινούπολη.Οι καλαντάρηδες συνήθως μικρά παιδια( σε κάποιες περιοχές του Πόντου οι καλαντάρηδες ήταν ενήλικες) φορώντας τα καλά τους μαζί με την λύρα είχαν μαζί τους και στολισμένο χάρτινο καραβάκι φωτισμένο με κεριά. Τραγουδούσαν τα κάλαντα συνήθως πρωί λόγω των δύσκολων καιρικών συνθηκών.Στην Κερασούντα είχαν σαν έθιμο το Θήρισμα. Τα παιδιά κρατώντας φαναράκι χάρτινο ή καράβι, πήγαιναν στα σπίτια για να ψάλλουν , «Χριστός γεννέθεν χαράν σον κόσμον. Xα! καλή ώρα, καλή σ” μέρα. Xα! καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν” οπότε ανάλογη με το επάγγελμα που είχε ο νοικοκύρης θα ήταν στο τέλος και η ευχή που θα τους έδιναν.Πολλά τα καλούδια που πέρνανε οι καλαντάρηδες, από ξηρούς καρπούς μέχρι αυγα και πλιγούρι,σε κάποιες περιοχές συνήθιζαν να δίνουν και κολόθα τσουρεκάκια ζυμωμένα με γλυκό ψωμί.Μόλις χτυπούσε η καμπάνα στις 5 το πρωι φορώντας τα γιορτινά τους κατευθύνονταν μικροί μεγάλοι στις Εκκλησιές.Σέ όλες τις γιορτινές μέρες του Δωδεκαημέρου τα τραπέζια ήταν γεμάτα πίτες,γλυκά( ισλί,κεσκέκ,σουμπορεγί) καθώς και Χριστόψωμα την ημέρα τών Χριστουγέννων.
Με την αλλαγή του χρόνου κόβανε την καθιερωμένη Βασιλόπιτα. Το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι αφιερωμένα στον Χριστό και την Παναγία,το τρίτο κομμάτι στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στους φτωχούυς και το πέμπτο κομμάτι στό σπίτι. “Ευτυχισμένο το Νέο Έτος! Εδέβεν η κακοχρονία και έρθεν η καλοχρονία“
Παραμονή των Φώτων γινόταν ο αγιασμός των υδάτων. Οι πιστοί πέρνανε τον Αγιασμο και στήν συνέχεια πήγαιναν και ευλογούσαν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους.’Οπου δέν υπήρχε ποτάμι ή λίμνη ο Σταυρός έπεφτε σε ένα τεράστιο Δοχείο, όποιος πιστός έδινε τα περισσότερα χρήματα ήταν και αυτός που έπαιρνε και τον Σταυρό.
Η γιορτή των Φώτων ήταν μιά γιορτή χαρμολύπης γιά τον Ποντιακό Ελληνισμό απο την μιά ήταν το μνημόσυνο των νεκρών που γινόταν την Παραμονή της γιορτής των Θεοφανείων.Απο βραδύς στρώνανε νηστίσιμο τραπέζι ( φασόλια, μάυρα λάχανα όλα αλάδωτα) και στην μέση του τραπεζιού υπήρχε ένα ταψί με σιτάρι, αναμμενο με κεριά για τους πεθαμένους συγγενείς και φίλους, ονοματίζοντας τους έναν έναν ξεχωριστά.Και από την άλλη παιδιά και μεγάλοι, ντύνονταν καρναβάλια και γυρνούσαν στα σπίτια λέγοντας τα κάλαντα των Φώτων. Οι νοικοκοιραίοι προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν κερνώντας τους γλυκά, ξηρούς καρπούς, φρούτα αλλά καί άφθονο κρασί.”Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε του βαπτισαι τον Κύριον”.